Ιστορική Έρευνα των Κληροδοτημάτων

Οι απόψεις σχετικά με την κοινωνική σημασία των κληροδοτημάτων ποικίλουν. Ορισμένοι μελετητές τονίζουν τον θετικό ρόλο των δωρεών και κληροδοτημάτων απέναντι στη μείωση του κοινωνικού κράτους και τη μείωση των ιδρυμάτων κοινωνικής προνοίας που χρηματοδοτούνται από το κράτος.  Επιπρόσθετα, απαιτούν τον διαχωρισμό της «κρατικής φροντίδας» από την φιλανθρωπία των πολιτών (όπως ο φιλόσοφος  Peter Sloterdijk σε ένα άρθρο του Κικέρωνα με τον τίτλο «Αufbruch der Leistungsträge». Ωστόσο, άλλοι μελετητές επικρίνουν εντόνως το σύστημα των κληροδοτημάτων για διάφορους λόγους. Ο ιστορικός Δημήτριος Αρβανιτάκης υποστήριξε ότι η άνθιση των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που χρηματοδοτούνταν από ιδιώτες χορηγούς κατά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους τον 19ο αι. αποτέλεσε μια από τις αιτίες για τη γνωστή (μέχρι και τις μέρες μας) θεσμική αδυναμία.  Ο  Immanuel Kant, ίσως ένας από τους σκληρότερους πολέμιους των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, παρουσίασε στο έργο του Μεταφυσική των ηθών (Metaphysik der Sitten - 1797) και συγκεκριμένα στο απόσπασμα για το «Συνταγματικό Δίκαιο», τις «ευσεβείς δωρεές» (εννοώντας τους οίκους για χήρες, τα νοσοκομεία κ.α.) ως «μέσα απόκτησης κέρδους για τους οκνηρούς». Πιθανόν, η αμφιλεγόμενη κοινωνική σημασία των κληροδοτημάτων αποτελεί ένα από τους λόγους, για τους οποίους η μελέτη των κληροδοτημάτων στον τομέα της επιστημονικής ιστορικής έρευνας ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό της τελευταίες δεκαετίες. 

Οι νέες ερευνητικές προσεγγίσεις, οριοθετούνται από παλαιότερες προσεγγίσεις (κυρίως στα πλαίσια της ιστορίας του δικαίου). Ιστορικοί του δικαίου και εκκλησιαστικοί ιστορικοί θεωρούσαν τα κληροδοτήματα στο παρελθόν ως ιδρύματα δικαίου, των οποίων η συνέχεια και αιωνιότητα διασφαλιζόταν μέσα από τα «νομικά τους πρόσωπα«, φαινόμενο το οποίο παραδειγματικά ο Hans Liermann στη θεμελιώδη μελέτη του για την ιστορία του δικαίου των κληροδοτημάτων (Geschichte des Stiftungsrechts -1963) ανάγει την προέλευση του στην έννοια του όρου δωρεά  ως θεσμό από τον Ιουστινιάνειο κώδικα (Codex Iustinianus). Σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα σύγχρονοι ιστορικοί των κληροδοτημάτων υιοθετούν την άποψη του θεμελιώδους έργου του Βερολινέζου μεσαιωνολόγου Michael Borgolte, σύμφωνα με την οποία τα κληροδοτήματα δεν εξετάζονται απλώς ως νομικοί θεσμοί, αλλά και ως αλληλεπιδράσεις κοινωνικών ομάδων και ατόμων, ως θεσμικά όργανα, τα οποία (όπως κάθε κοινωνικός θεσμός) χαρακτηρίζονται από απρόβλεπτα γεγονότα και διαπραγματεύσεις. Πέραν από την αποκλειστική έμφαση στη νομική μυθοπλασία της αιωνιότητας και της συνέχειας ή στη δεσμευτική ισχύ της απαραβίαστης «θέλησης του δωρητή», εξετάζονται και άλλες πτυχές, όπως η συναρπαστική σχέση μεταξύ των προσδοκιών και κινήτρων του δωρητή και των φορέων υλοποίησης τους, οι αποκλίσεις μεταξύ των «επιθυμιών» του δωρητή και της «πραγμάτωσης» τους, η επίδραση των πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών στο κληροδότημα ως προς την επιτυχία ή την αποτυχία του δωρητή για την εκτέλεση της διαθήκης του μετά θάνατον από τις επόμενες γενεές.

Ο Borgolte (1993) παρουσιάζει τα κληροδοτήματα ακολουθώντας τον κοινωνιολόγο Marcel Mauss (1872-1950) ως „πλήρεις κοινωνικούς θεσμούς“, αφού σχεδόν όλα τα σημαντικά κοινωνικά επί μέρους συστήματα χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη κληροδοτημάτων, εκτός από το δίκαιο και τη θρησκεία, η οικονομία, η τέχνη, η αισθητική και η ηθική. Ο Borgolte προτείνει μια ιστορική έρευνα των κληροδοτημάτων, όπου τα κληροδοτήματα δεν αποτελούν θέμα αποκλειστικά για τους ειδικούς της ιστορίας του δικαίου, αλλά αντικείμενα έρευνας γενικής ιστορικής σημασίας.

Κληροδοτήματα και Μνήμη: Οι ιστορικοί των κληροδοτημάτων συνδυάζουν την αξιολόγηση των πηγών του υλικού σε σχέση με την έρευνα της ιστορικής μνήμης στον χώρο των πολιτισμικών σπουδών. Για την διασφάλιση της μνήμης (Memoria), η ανάμνηση του δωρητή αποτελεί μια κεντρική πτυχή, η οποία συνοδεύει τον ιστορικό του κληροδοτήματος σε κάθε βήμα. Η μνήμη (Memoria) είναι ένα κεντρικό (αν και σε καμιά περίπτωση το μοναδικό) κίνητρο για τους δωρητές ως προς την καθιέρωση των κληροδοτημάτων τους. Άλλοι παράγοντες για τα κίνητρα είναι στην περίπτωση των θρησκευτικών κληροδοτημάτων η προώθηση της προσωπικής σωτηρίας της ψυχής ή η πίστη. Σε αντάλλαγμα για το φιλανθρωπικό του έργο ο εκλιπών δωρητής απαιτεί από τους εν ζωή δικαιούχους την προσευχή τους και επιμνημόσυνες τελετές. Ωστόσο, η έρευνα της ανάμνησης υποδηλώνει τη φύση της μνήμης ως κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο δεν εναπόκειται στη διάθεση του εκάστοτε ατόμου. Ήδη στο έργο του La mémoire collective (1939), ο Maurice Halbwachs διατύπωσε την άποψη, ότι όλα στη μνήμη διαμεσολαβούν κοινωνικά και ότι η συλλογική μνήμη αποτελεί μνήμη των συνόλων. Τα κληροδοτήματα μπορούν να γίνουν κατανοητά ως ένα βαθμό ως θεσμοί, οι οποίοι επιχειρούν να οργανώσουν τη μνήμη των μεταγενέστερων.

Τα κληροδοτήματα ως μέσα αυτοπροβολής: Τα κληροδοτήματα εξετάζονται ως μορφές και επιφάνειες αυτοπροβολής, οι οποίες εκπληρώνουν ρητορικές και εκτελεστικές (performative) ενέργειες. Τα κληροδοτήματα είναι κατά κανόνα ορατά στην κοινωνική και δημόσια παρατήρηση είτε αυτό επηρεάζει αφιερωτικούς βωμούς και εκκλησίες σε ιερούς χώρους, εκκλησιαστική παροχή φιλόπτωχης βοήθειας κατά τις τελευταίες μέρες του δωρητή ή παροχή υποστήριξης μέσω κοινωφελών ιδρυμάτων. Η Christine Göttler (2000) μπόρεσε, μέσα την περίπτωση των πορτογαλικών conversos στην Αμβέρσα κατά τα τέλη του 16ου αι., να αποδείξει ότι με τις δραστηριότητες των κληροδοτημάτων εκφραζόταν η ειλικρινής καθολική πίστη, αλλά μπορούσε να συγκαλυφθεί η μυστική προσήλωση στην Ιουδαϊκή θρησκεία.

Τα κληροδοτήματα ως επίδραση από γενεά σε γενεά: Ο δωρητής θεωρεί ως στόχο του την «αιώνια» εκπλήρωση της επιθυμίας του και την παρουσία του στην κοινωνία ακόμη και μετά τον θάνατο του. Ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική ισχύ, την οποία κατείχε ο δωρητής εν ζωή, και ανεξάρτητα από το ύψος της χρηματοδότησης του κληροδοτήματος, η δυνατότητα της εκτέλεσης της επιθυμίας του από τους μεταγενέστερους είναι απλώς μια προοπτική και εξαρτάται από παράγοντες όπως η κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή ή η συμπεριφορά των αρμόδιων για την εκτέλεση του κληροδοτήματος φορέων. Η επιτυχία του κληροδοτήματος εξαρτάται από τη διάρκεια και τη σταθερότητα της κοινωνικής σχέσης μεταξύ του δωρητή και των εκτελεστών του κληροδοτήματος. Το ακόλουθο παράδειγμα από την ελληνική κοινότητα της Αγίας Τριάδος στη Βιέννη δείχνει, ότι είναι δυνατόν να προκληθούν συγκρούσεις μεταξύ των μεταγενεστέρων, εάν κάποιος (κληροδότης) δεν γνωρίζει κανονιστικές αντιλήψεις. Ο αποβιώσας στις 12 Σεπτεμβρίου του 1861 στο Σάλτσμπουργκ Στέφανος Βαρνάβα (Stephan von Warnaw) έδωσε ως δωρεά στην Αγία Τριάδα το ποσό των 2000 φλορινιών, του οποίου τα έσοδα των τόκων όφειλαν να διανεμηθούν σε «Ἕλληνες Πτωχούς». Το γεγονός ότι ο κληροδότης είχε καθορίσει ως εκτελεστή της διαθήκης τον εκάστοτε στο αξίωμα «έλληνα κληρικό« και όχι τον πρόεδρο της κοινότητας, οδήγησε σε μια σύγκρουση με την ηγεσία της κοινότητος. Μέσα από τη δημοσίευση ενός υπομνήματος (memorandum) φαίνεται ότι η κοινότητα αρνήθηκε να επιτρέψει την εκτέλεση του κληροδοτήματος, για το λόγο ότι η διαθήκη του κληροδότη άφηνε στην κρίση του εκάστοτε κατέχοντος το αξίωμα του κληρικού πως θα διανέμει τη συγκεκριμένη βοήθεια προς τους πτωχούς. Το νομικό δίκαιο της κοινότητας, το οποίο δόθηκε ως προνόμιο από τον Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β' το 1787, προέβλεπε ότι οι λαϊκοί πρόεδροι της κοινότητας όφειλαν να διαχειρίζονται τα κεφάλαια των δωρεών και των κληροδοτημάτων.      

«Σχετικά με το κληροδότημα για τους πτωχούς∙ ειδικότερα σχετικά με το αίτημα του κυρίου προέδρου της κοινότητας von Καραγιάν, η συνέλευση αναγνώρισε όπως η κατανομή των συμφερόντων από τον δωρητή να μην γίνει με τον προκαθορισμένο τρόπο [...]. Ο κύριος Πρόεδρος είναι πεπεισμένος, ότι ο μακαριστός Βαρνάβας Warnaw έχει προβεί σε αυτό έχοντας πλήρη άγνοια σχετικά με τη θέση του κλήρου απέναντι στην κοινότητα, για τον λόγο ότι κατά πρώτον η ελληνική k.k. κοινότητα ουδέποτε είχε ένα κληρικό επικεφαλή και, κατά δεύτερον, το πέμπτο κεφάλαιο του v. h. Privilegium αναφέρει ξεκάθαρα και σαφέστατα τη διανομή των δωρεών μόνο από τους τρείς εκλεγμένους επιτρόπους» (υπόμνημα [Memorandum] Duchateaux για τη συνέλευση του συμβουλίου στις 15 Οκτωβρίου 1864, AHD G7 Fasz. 13).

Οι σχετικοί με τα κληροδοτήματα τύποι πηγών (όπως επιστολές κληροδοτημάτων, διαθήκες, επίσημη αλληλογραφία) - γνωστοί και ως Ego έγγραφα - παρέχουν πληροφορίες για τις αντιλήψεις μεμονωμένων ατόμων και ομάδων, τα/οι οποία/ες έχουν αφήσει καθόλου ή σχεδόν ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες. Συστάσεις και χρήσεις κληροδοτημάτων έχουν επίσης επηρεαστεί εντόνως από την αλλαγή θρησκευτικών και δογματικών απόψεων, όπως η καθιερωμένη κατά τον 13ο αι. άποψη περί του καθαρτηρίου και η δυνατότητα συντόμευσης της εκεί παρουσίας του νεκρού μέσα από φιλανθρωπικές πράξεις και προσευχές από πλευράς των ζώντων (βλ. Lusiardi 2000). Όταν, μέσα από την αναμόρφωση, η αντίληψη έτυχε της κριτικής ότι οι ψυχές μπορούν να επηρεαστούν μέσω των καλών πράξεων, τα κληροδοτήματα και οι σχετικές με κληροδοτήματα πρακτικές μνήμης αποτέλεσαν αντικείμενα μιας εκ βάθρων αλλαγής στον προτεσταντικό χώρο (βλ. Scheller 2004).